- υποπεταννυμι
- ὑποπετάννυμιὑπο-πετάννυμιподстилать
(λῖτα Hom. - in tmesi)
πεδίον ὑποπεπταμένον Luc. — расстилающаяся внизу долина
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λῖτα Hom. - in tmesi)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποπετάννυμι — Α 1. απλώνω κάτι αποκάτω («αὐτὴν δ ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῑτα πετάσσας», Ομ. Οδ.) 2. (για εκτάσεις γης) απλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω»] … Dictionary of Greek
ὑποπεπταμένον — ὑποπετάννυμι spread out under perf part mp masc acc sg ὑποπετάννυμι spread out under perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπετάσας — ὑποπετά̱σᾱς , ὑποπετάννυμι spread out under fut part act fem acc pl (doric) ὑποπετά̱σᾱς , ὑποπετάννυμι spread out under fut part act fem gen sg (doric) ὑποπετά̱σᾱς , ὑποπετάννυμι spread out under pres part act fem acc pl (doric) ὑποπετά̱σᾱς … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπέτασμα — άσματος, τὸ Α [ὑποπετάννυμι] ύφασμα που τό απλώνουν στο δάπεδο … Dictionary of Greek